-
1 παρασιτώ
παρασιτέωboard and lodge with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παρασιτέωboard and lodge with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)παρασῑτῶ, παρασιτέωboard and lodge with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παρασῑτῶ, παρασιτέωboard and lodge with: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 παρασιτῶ
παρασιτέωboard and lodge with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παρασιτέωboard and lodge with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)παρασῑτῶ, παρασιτέωboard and lodge with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παρασῑτῶ, παρασιτέωboard and lodge with: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 παρασίτω
-
4 παρασίτῳ
-
5 παρασιτώ
(ε) αμετ.1) биол паразитировать; 2) жить за чужой счёт, вести паразитическую жизнь -
6 дармоедничать
ρ.δ. παρασιτώ. -
7 паразитировать
-рую, -руешьρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρασιτώ, ζω παρασιτικά, είμαι παράσιτο. -
8 порхать
ρ.δ.φτερουγίζω. || μτφ. στριφογυρίζω, κινούμαι σβέλτα, πετώ. || μτφ. γυρίζω, περιφέρομαι τεμπέλης• παρασιτώ. -
9 тунеядствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. παρασιτώ, ζω παρασιτικά. -
10 хлеб
-а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.1. ψωμί•пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•
белый хлеб άσπρο ψωμί•
чрный хлеб μαύρο ψωμί•
ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•
кусок -а κομμάτι ψωμιού•
ломоть -а η φέτα ψωμιού•
чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•
пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•
домашний -σπιτίσιο ψωμί.
2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•добывать хлеб βγάζω το ψωμί•
отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•
лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).
εκφρ.насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον. -
11 шаромыжничать
ρ.δ. (απλ.) παρασιτώ, σελεμίζω. -
12 παρασιτέω
2 play the parasite, ἀφ' οὗ παρασιτῶ from the time I became a parasite, Alex. 195, cf. Axionic.6.1, Diph.63, Luc.Par.4 ;π. τινί Alex.201.1
; [full] τινα Phld. Herc.223 ;ἀλλοτρίων π. ἀγαθῶν Socr.Ep.1.4
.II to be honoured with a seat at the public table, Plu.Sol.24 ; prop. of the priests named παράσιτοι (v.παράσιτος 11.1
), π. ἐν τῷ Δηλίῳ Lexap.Ath.6.234f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασιτέω
См. также в других словарях:
παρασιτώ — παρασιτῶ, έω, ΝΜΑ, και παρασιτεύω Α [παράσιτος] νεοελλ. 1. (για μικρόβιο) ζω ως παράσιτο σε έναν οργανισμό 2. μτφ. (για ανθρώπους) ζω παρασιτικά, αναπτύσσομαι και τρέφομαι εις βάρος κάποιου άλλου και με δικές του δαπάνες, αντί να βρίσκω μόνος μου … Dictionary of Greek
παρασιτῶ — παρασιτέω board and lodge with pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρασιτέω board and lodge with pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρασῑτῶ , παρασιτέω board and lodge with pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρασῑτῶ , παρασιτέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασίτῳ — παρασί̱τῳ , παράσιτος one who eats at the table of another masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ … Dictionary of Greek
παραβρύκω — Α ζω ως παράσιτο, παρασιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
παρασίτησις — ήσεως, ἡ, Α [παρασιτώ] 1. αποστολή και μεταφορά σιταριού με συνοδεία, η σιτοπομπεία* ή σιταγωγία* 2. προμήθεια, εφοδιασμός με σιτάρι 3. στρατ. ειδική υπηρεσία που είχε ως έργο τον ανεφοδιασμό και την συντήρηση τού στρατεύματος σε περίοδο ειρήνης… … Dictionary of Greek
παρασιτεύω — Α βλ. παρασιτώ … Dictionary of Greek
σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek